Δείτε επίσης: δράμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δρᾶμᾰ τὰ δράμᾰτ
      γενική τοῦ δράμᾰτος τῶν δραμᾰ́των
      δοτική τῷ δράμᾰτ τοῖς δράμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ δρᾶμᾰ τὰ δράμᾰτ
     κλητική ! δρᾶμᾰ δράμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δράμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  δραμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δρᾶμα < δράω / δρῶ + -μα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *derǝ- / *drā- (δρω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία