Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναπαυμένος η επαναπαυμένη το επαναπαυμένο
      γενική του επαναπαυμένου της επαναπαυμένης του επαναπαυμένου
    αιτιατική τον επαναπαυμένο την επαναπαυμένη το επαναπαυμένο
     κλητική επαναπαυμένε επαναπαυμένη επαναπαυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναπαυμένοι οι επαναπαυμένες τα επαναπαυμένα
      γενική των επαναπαυμένων των επαναπαυμένων των επαναπαυμένων
    αιτιατική τους επαναπαυμένους τις επαναπαυμένες τα επαναπαυμένα
     κλητική επαναπαυμένοι επαναπαυμένες επαναπαυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναπαυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαναπαύομαι

  Μετοχή επεξεργασία

επαναπαυμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επαναπαύομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία