επαναπαυμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεπαναπαυμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του επαναπαυμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του επαναπαυμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επαναπαυμένος