μέτρημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μέτρημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μέτρημα ουδέτερο(πληθυντικός μετρήματα)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετρώ
- το παιδί που τα φύλαγε στο κρυφτό άρχισε το μέτρημα ενώ οι άλλοι έτρεξαν να κρυφτούν
Μεταφράσεις επεξεργασία
μέτρημα
|