Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας count out
γ΄ ενικό ενεστώτα counts out
αόριστος counted out
παθητική μετοχή counted out
ενεργητική μετοχή counting out

  Ετυμολογία επεξεργασία

count out < → δείτε τις λέξεις count και out

  Ρήμα επεξεργασία

count out (en)

  1. μετράω ένα-ένα
    The old woman counted out ten euros.
    Η γριά μέτρησε δέκα ευρώ ένα-ένα.
  2. δεν περιλαμβάνω, δεν λογαριάζω, δεν περιλαμβάνω κάποιον σε μια δραστηριότητα
    Count me out.
    Να μην με περιλάβετε.
    If you’re going for a drink, count me out.
    Αν πάτε στην ταβέρνα, μη με λογαριάζετε.
     αντώνυμα: count in

  Πηγές επεξεργασία