ενεστώτας count in
γ΄ ενικό ενεστώτα counts in
αόριστος counted in
παθητική μετοχή counted in
ενεργητική μετοχή counting in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
count in < → δείτε τις λέξεις count και in

count in (en)

  • περιλαμβάνω, λογαριάζω, περιλαμβάνω κάποιον σε μια δραστηριότητα
    ⮡  Don't count me in.
    Να μην με περιλάβετε.
    ⮡  If you’re going for a drink, count me in.
    Αν πάτε για ποτό, λογαριάσετε και μένα.
     αντώνυμα: count out