count in
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | count in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | counts in |
αόριστος | counted in |
παθητική μετοχή | counted in |
ενεργητική μετοχή | counting in |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
count in (en)
- περιλαμβάνω, λογαριάζω, περιλαμβάνω κάποιον σε μια δραστηριότητα