Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοντόσταβλος οι κοντόσταβλοι
      γενική του κοντόσταβλου
κοντοστάβλου
των κοντόσταβλων
κοντοστάβλων
    αιτιατική τον κοντόσταβλο τους κοντόσταβλους
κοντοστάβλους
     κλητική κοντόσταβλε κοντόσταβλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντόσταβλος < μεσαιωνική ελληνική κοντόσταβλος ή κονοστάβλος < κομηστάβουλος[1] < μεσαιωνική λατινική comestabulus / conestabulus / conostablus < λατινική comes stabuli

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοντόσταβλος αρσενικό

  1. (ιστορία) υψηλόβαθμος βυζαντινός αξιωματούχος
  2. (ιστορία) ναύαρχος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

Δείτε

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντόσταβλος < (άμεσο δάνειο) βενετική contestabile < μεσαιωνική λατινική conestabulus < λατινική comes stabuli < comes ("ακόλουθος, υπηρέτης") & stabuli γενική ενικού του stabulum ("στάβλος, οίκημα, ταβέρνα")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοντόσταβλος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κομηστάβουλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. κονοστάβλος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
    Κατά το λεξικό, τρίτος τη τάξει στην στρατιωτική ιεραρχία μετά τον πρωτοστράτορα και τον μεγάλο στρατοπεδάρχη