Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόμισσα οι κόμισσες
      γενική της κόμισσας των κομισσών
    αιτιατική την κόμισσα τις κόμισσες
     κλητική κόμισσα κόμισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόμισσα < κόμης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόμισσα θηλυκό και κόμησσα

  1. η σύζυγος του κόμη
  2. (μεταφορικά) υπεροπτική γυναίκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία