υποκόμης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υποκόμης < υπο- + κόμης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vicomte)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υποκόμης αρσενικό (θηλυκό: υποκόμισσα, υποκόμησσα, υποκόμις)