κόντες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόντες | οι | κόντηδες |
γενική | του | κόντε | των | κόντηδων |
αιτιατική | τον | κόντε | τους | κόντηδες |
κλητική | κόντε | κόντηδες | ||
Κατηγορία όπως «κόντες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακόντες αρσενικό
- (ιδιωματικό, στα Επτάνησα) ο κόμης