Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

puto < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική puto putoj
αιτιατική puton putojn

puto (eo)


Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

puto < putus (αγνός) + -o

  Ρήμα επεξεργασία

puto (la) (putō1, putāvī, putātum, putāre)

Κλίση επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία