Ετυμολογία

επεξεργασία
responsabilité < responsable

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁɛ.sp̃ɔ.sa.bi.li.te/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
responsabilité responsabilités

responsabilité (fr) θηλυκό

  1. η ευθύνη
  2. η υπευθυνότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία