ὑπεύθυνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὑπεύθυνος, -ος, -ον
- σχετικός με αξίωμα για το οποίο κάποιος είναι υπόλογος, πρέπει να λογοδοτήσει γι' αυτό στο τέλος της θητείας του
- (στην αρχαία Αθήνα) ο άρχοντας που πρέπει να λογοδοτήσει στο τέλος της θητείας του
- που πρέπει να τιμωρηθεί για άδικη πράξη
Παράγωγα
επεξεργασία- ὑπευθύνως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «υπεύθυνος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ὑπεύθυνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπεύθυνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.