stern
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | stern |
συγκριτικός | sterner |
υπερθετικός | sternest |
stern (en)
- αυστηρός, βλοσυρός, σοβαρός και συχνά δείχνοντας ότι δεν εγκρίνει κάποιον ή κάτι· απαιτητικός, άτεγκτος, που περιμένει από κάποιον να τον υπακούσει
- ⮡ The students were intimidated by the principal’s stern demeanor.
- Οι μαθητές ήταν πτοημένοι από την αυστηρή στάση του διευθυντή.
- ⮡ She looked at him with a stern look.
- Τον κοίταξε με βλέμμα βλοσυρό.
- ⮡ She has stern parents.
- Έχει απαιτητικούς γονείς.
- ⮡ Our teacher is stern in his demands.
- Ο δάσκαλός μας είναι άτεγκτος στις απαιτήσεις του.
- ≈ συνώνυμα: strict
- ⮡ The students were intimidated by the principal’s stern demeanor.
- σθεναρός, σοβαρός και δύσκολος
- ⮡ We are facing stern opposition.
- Αντιμετωπίζουμε σθεναρή αντίσταση.
- ⮡ We are facing stern opposition.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stern | sterns |
stern (en)
- (ναυτικός όρος) η πρύμνη