πρύμνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρύμνα | οι | πρύμνες |
γενική | της | πρύμνας | των | πρυμνών |
αιτιατική | την | πρύμνα | τις | πρύμνες |
κλητική | πρύμνα | πρύμνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπρύμνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρύμνα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾi.mna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρύ‐μνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρύμνα θηλυκό
- (λόγιο, ναυτικός όρος) η πρύμνη
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πρύμνη
Πηγές
επεξεργασία- πρύμνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρύμνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρύμνᾰ | αἱ | πρύμναι |
γενική | τῆς | πρύμνης | τῶν | πρυμνῶν |
δοτική | τῇ | πρύμνῃ | ταῖς | πρύμναις |
αιτιατική | τὴν | πρύμνᾰν | τὰς | πρύμνᾱς |
κλητική ὦ! | πρύμνᾰ | πρύμναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρύμνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πρύμναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπρύμνα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πρυμνή / πρύμνη (ιωνικός τύπος , σε ομηρικές φράσεις με το ναῦς, νηῦς), θηλυκό του πρυμνός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρύμνα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η πρύμνη, πρύμνα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πρύμνα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρύμνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.