Δείτε επίσης: πρύμνη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρύμνα οι πρύμνες
      γενική της πρύμνας των πρυμνών
    αιτιατική την πρύμνα τις πρύμνες
     κλητική πρύμνα πρύμνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρύμνα θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρύμν αἱ πρύμναι
      γενική τῆς πρύμνης τῶν πρυμνῶν
      δοτική τῇ πρύμν ταῖς πρύμναις
    αιτιατική τὴν πρύμνᾰν τὰς πρύμνᾱς
     κλητική ! πρύμν πρύμναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρύμν
γεν-δοτ τοῖν  πρύμναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία