ανακρούω πρύμναν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακρούω πρύμναν < (καθαρεύουσα) «ἀνακρούω πρύμναν» αρχαία ελληνική ἀνακρούω, πρύμνα → δείτε τις λέξεις ανακρούω και πρύμνη. Δείτε και την αρχαία έκφραση ἐπὶ πρύμναν ἀνακρούομαι.
Έκφραση
επεξεργασίαανακρούω πρύμναν
- (ναυτικός όρος) κωπηλατώ προς τα πίσω, στρέφω το πλοίο σε αντίθετη κατεύθυνση
- (μεταφορικά) το βάζω στα πόδια
- (μεταφορικά) υποχωρώ, υπαναχωρώ, αλλάζω απόφαση
- ※ Λίγα 24ωρα μετά τη θετική τοποθέτηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην άμεση δημιουργία ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης -ένα πάγιο αίτημα της κυβέρνησης Ολάντ-, την οποία είχε ακολουθήσει μια «ομοβροντία» κατά της γαλλικής «ολιγωρίας» στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ανέκρουσε και πάλι πρύμναν. (@ethnos.gr)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακρούω πρύμναν
|