το βάζω στα πόδια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- το βάζω στα πόδια < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασίατο βάζω στα πόδια
- τρέχω να ξεφύγω από μια απειλή και γενικά από φόβο
- έκαναν τη σκανδαλιά τους και μετά το έβαλαν στα πόδια
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- κλίνεται μόνο το ρήμα
- το βάλαμε στα πόδια