υπαναχωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπαναχωρώ < αρχαία ελληνική ὑπαναχωρέω / ὑπαναχωρῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pa.na.xoˈɾo/
Ρήμα
επεξεργασίαυπαναχωρώ
- υποχωρώ, αποσύρομαι διακριτικά
- (μεταφορικά) αναιρώ προηγούμενες δηλώσεις, ιδέες, πεποιθήσεις κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπαναχωρώ