ενεστώτας go back on
γ΄ ενικό ενεστώτα goes back on
αόριστος went back on
παθητική μετοχή gone back on
ενεργητική μετοχή going back on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go back on < → δείτε τις λέξεις go, back και on

go back on (en)

  • υπαναχωρώ, αποτυγχάνω να κρατήσω μια υπόσχεση
    He went back on the promises he had made.
    Υπαναχώρησε στις υποσχέσεις που είχε δώσει.