υπαναχώρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπαναχώρηση | οι | υπαναχωρήσεις |
γενική | της | υπαναχώρησης* | των | υπαναχωρήσεων |
αιτιατική | την | υπαναχώρηση | τις | υπαναχωρήσεις |
κλητική | υπαναχώρηση | υπαναχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπαναχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπαναχώρηση < ελληνιστική κοινή ὑπαναχώρησις < αρχαία ελληνική ὑπαναχωρέω / ὑπαναχωρῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπαναχώρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπαναχωρώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπαναχώρηση
|