rufa
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rufa | rufy |
γενική | rufy | ruf |
δοτική | rufie | rufom |
αιτιατική | rufę | rufy |
οργανική | rufą | rufami |
τοπική | rufie | rufach |
κλητική | rufo | rufy |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrufa (pl) θηλυκό