↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάπλωρος η κατάπλωρη το κατάπλωρο
      γενική του κατάπλωρου της κατάπλωρης του κατάπλωρου
    αιτιατική τον κατάπλωρο την κατάπλωρη το κατάπλωρο
     κλητική κατάπλωρε κατάπλωρη κατάπλωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάπλωροι οι κατάπλωρες τα κατάπλωρα
      γενική των κατάπλωρων των κατάπλωρων των κατάπλωρων
    αιτιατική τους κατάπλωρους τις κατάπλωρες τα κατάπλωρα
     κλητική κατάπλωροι κατάπλωρες κατάπλωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάπλωρος < κατά + πλώρη

  Επίθετο

επεξεργασία

κατάπλωρος, -η, -ο

  1. (ναυτικός όρος): αυτός που βρίσκεται μπροστά από την πλώρη του πλοίου ανεξάρτητα απόστασης
  2. (συνεκδοχικά) αυτός που βρίσκεται πάνω σε πορεία πλοίου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία