Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάπλωρα < κατά πλώρη

  Επίρρημα επεξεργασία

κατάπλωρα

  1. (ναυτικός όρος): ακριβώς μπροστά από την πλώρη πλοίου, σε κατεύθυνση, (ανεξάρτητα απόστασης)
    το ραντάρ χτυπάει ακίνητο στόχο 3 μίλια κατάπλωρα (= επί της πορείας του πλοίου σε απόσταση 3 μίλια υφίσταται στόχος που προσεγγίζεται με την ίδια ταχύτητα του πλοίου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία