Ετυμολογία

επεξεργασία
πλωρίζω < πλώρ(η) + -ίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ploˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλω‐ρί‐ζω

πλωρίζω, αόρ.: πλώρισα (χωρίς παθητική φωνή)[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πλώρη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)