πλωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ploˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλω‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπλωρίζω, αόρ.: πλώρισα (χωρίς παθητική φωνή)[1]
- (ναυτικός όρος), βάζω πλώρη για, αποπλέω, ακολουθώ πορεία, κατεύθυνση για, ή αλλάζω κατεύθυνση για
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πλώρη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλωρίζω | πλώριζα | θα πλωρίζω | να πλωρίζω | πλωρίζοντας | |
β' ενικ. | πλωρίζεις | πλώριζες | θα πλωρίζεις | να πλωρίζεις | πλώριζε | |
γ' ενικ. | πλωρίζει | πλώριζε | θα πλωρίζει | να πλωρίζει | ||
α' πληθ. | πλωρίζουμε | πλωρίζαμε | θα πλωρίζουμε | να πλωρίζουμε | ||
β' πληθ. | πλωρίζετε | πλωρίζατε | θα πλωρίζετε | να πλωρίζετε | πλωρίζετε | |
γ' πληθ. | πλωρίζουν(ε) | πλώριζαν πλωρίζαν(ε) |
θα πλωρίζουν(ε) | να πλωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλώρισα | θα πλωρίσω | να πλωρίσω | πλωρίσει | ||
β' ενικ. | πλώρισες | θα πλωρίσεις | να πλωρίσεις | πλώρισε | ||
γ' ενικ. | πλώρισε | θα πλωρίσει | να πλωρίσει | |||
α' πληθ. | πλωρίσαμε | θα πλωρίσουμε | να πλωρίσουμε | |||
β' πληθ. | πλωρίσατε | θα πλωρίσετε | να πλωρίσετε | πλωρίστε | ||
γ' πληθ. | πλώρισαν πλωρίσαν(ε) |
θα πλωρίσουν(ε) | να πλωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλωρίσει | είχα πλωρίσει | θα έχω πλωρίσει | να έχω πλωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλωρίσει | είχες πλωρίσει | θα έχεις πλωρίσει | να έχεις πλωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλωρίσει | είχε πλωρίσει | θα έχει πλωρίσει | να έχει πλωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλωρίσει | είχαμε πλωρίσει | θα έχουμε πλωρίσει | να έχουμε πλωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλωρίσει | είχατε πλωρίσει | θα έχετε πλωρίσει | να έχετε πλωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλωρίσει | είχαν πλωρίσει | θα έχουν πλωρίσει | να έχουν πλωρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλωρίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)