Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Δείτε επίσης: Πλώρα

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλώρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πρώρα < αρχαία ελληνική πρῷρα

  Επίρρημα επεξεργασία

πλώρα

  1. (ναυτικός όρος) από ή προς την πλώρη
    πλώρα έχω τον καιρό (ορτσάρω)
    τον βλέπω πρώρα (βλέπω την πλώρη του)
    από πλώρα (από την πλώρη)

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία