πρύμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπρύμα
- (ναυτικός όρος) από ή προς την πρύμη
- πρύμα έχω τον καιρό
- το βάζω στα πρύμα (πρυμίζω)
- τον βλέπω πρύμα (βλέπω την πρύμη του),
- (μεταφορικά) περίφημα, πολύ καλά, ευνοϊκά
- ⮡ οι δουλειές πάνε πρύμα
- ⮡ μου έρχονται όλα πρύμα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρύμα
|