Δείτε επίσης: πρίμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρύμα < πρύμ(η) +

  Επίρρημα επεξεργασία

πρύμα

  1. (ναυτικός όρος) από ή προς την πρύμη
    πρύμα έχω τον καιρό
    το βάζω στα πρύμα (πρυμίζω)
    τον βλέπω πρύμα (βλέπω την πρύμη του),
  2. (μεταφορικά) περίφημα, πολύ καλά, ευνοϊκά
    οι δουλειές πάνε πρύμα
    μου έρχονται όλα πρύμα

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία