Δείτε επίσης: πρίμα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρύμα < πρύμ(η) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

πρύμα

  1. (ναυτικός όρος) από ή προς την πρύμη
    πρύμα έχω τον καιρό
    το βάζω στα πρύμα (πρυμίζω)
    τον βλέπω πρύμα (βλέπω την πρύμη του),
  2. (μεταφορικά) περίφημα, πολύ καλά, ευνοϊκά
    ⮡  οι δουλειές πάνε πρύμα
    ⮡  μου έρχονται όλα πρύμα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία