δευτερόπρυμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαδευτερόπρυμα
- (ναυτικός όρος, λαϊκότροπο) λίγο δεξιά ή αριστερά από την πρύμη
- από ή προς το δεξιό ή αριστερό ισχίο (γοφό) πλοίου ή σκάφους
- "αρμενίζω με τον καιρό δευτερόπρυμα"
Μεταφράσεις
επεξεργασία δευτερόπρυμα
|