Δείτε επίσης: πρύμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρίμα < πληθυντικός του πρίμο [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρίμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ακουστική) υψηλές συχνότητες
     αντώνυμα: μπάσα
  2. (παρωχημένο, ιδιωματικό, μουσική) η πριμαντόνα

  Επίρρημα επεξεργασία

πρίμα (τροπικό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία