Δείτε επίσης: πρύμα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρίμα < πληθυντικός του πρίμο [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρίμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ακουστική) υψηλές συχνότητες
     αντώνυμα: μπάσα
  2. (παρωχημένο, ιδιωματικό, μουσική) η πριμαντόνα

  Επίρρημα

επεξεργασία

πρίμα (τροπικό)

  • λανθασμένη γραφή του πρύμα
    ※  Δεν είναι λίγοι και αυτοί που διασχίζουν θάλασσες ταμένοι από καιρό, αδιαφορώντας αν θα φιλά την πρύμνη του κακόβουλο το κύμα ή αν μέσα στ'άρμενα τ'αγέρι το σφοδρό δεν πνέει πρίμα, γιατί πιστεύουν δυνατά πως ο Άγιος που τους τραβά έχει τη δύναμη και τα στοιχειά τα φυσικά σαν τις ψυχές να γαληνεύει. (Ευστράτιος Δήσσος, Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου, 2019)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία