Δείτε επίσης: πρύμα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρίμα < πληθυντικός του πρίμο [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρίμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ακουστική) υψηλές συχνότητες
     αντώνυμα: μπάσα
  2. (παρωχημένο, ιδιωματικό, μουσική) η πριμαντόνα

  Επίρρημα

επεξεργασία

πρίμα (τροπικό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία