Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρίμο < ιταλική primo < λατινική primus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρίμο ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) η φωνή μιας μελωδίας που κινείται σε υψηλότερες νότες
    ※ Θυμάμαι τους γονείς μου να τραγουδάνε πρίμοσεγόντο «Κι αν ο αγέρας φυσά…» των Σεφέρη / Μούτση. (www.tovima.gr, 11.03.2022)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πρίμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία