Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορτσάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορτσάρω
<
ιταλική
orzare
Ρήμα
επεξεργασία
ορτσάρω
(
ναυτικός όρος
)
ιστιοπλοώ
με πλήρη
ανάπτυξη
πανιών
(
συνεκδοχικά
)
ναυσιπλοώ
έχοντας τον καιρό (τον υφιστάμενο άνεμο)
δευτερόπρυμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορτσάρω
αγγλικά
:
tack
(en)
,
luff
(en)
ολλανδικά
:
oploeven
(nl)