Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οιστραδιόλη οι οιστραδιόλες
      γενική της οιστραδιόλης των οιστραδιολών
    αιτιατική την οιστραδιόλη τις οιστραδιόλες
     κλητική οιστραδιόλη οιστραδιόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οιστραδιόλη < απόδοση της γαλλικής λέξης œstradiol < œstrus (οίστρος) και di -ol (δύο υδροξύλια)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οιστραδιόλη θηλυκό

  • ένα από τα οιστρογόνα του ανθρώπινου και άλλων οργανισμών

  Μεταφράσεις επεξεργασία