Ετυμολογία

επεξεργασία
οιστρηλατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰστρηλατέω, -ῶ[1] < οἰστρήλατος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.stɾi.laˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐στρη‐λα‐τώ

οιστρηλατώ

  • παρασύρω σε μεγάλο ενθουσιασμό, πάθος, συναισθηματική ή δημιουργική έξαψη


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία