οιστρηλασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οιστρηλασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰστρηλασία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.stɾi.laˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐στρη‐λα‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοιστρηλασία θηλυκό
- η ενέργεια του οιστρηλατώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οιστρηλασία
|