παραφορά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραφορά | οι | παραφορές |
γενική | της | παραφοράς | των | παραφορών |
αιτιατική | την | παραφορά | τις | παραφορές |
κλητική | παραφορά | παραφορές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραφορά < αρχαία ελληνική παραφορά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παραφορά θηλυκό
- (λόγιο) η κατάσταση ή η συμπεριφορά του παράφορου