οιστρήλατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οιστρήλατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰστρήλατος < οἶστρος + ἐλαύνω + -τος. Μορφολογικά αναλύεται σε οίστρ(ος) + -ήλατος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈstɾi.la.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐στρή‐λα‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαοιστρήλατος, -η, -ο
- που έχει καταληφθεί από οίστρο, που βρίσκεται σε συναισθηματική ή δημιουργική έξαψη
- ※ Ἐν τούτοις τὸ ἔτος 1885 ἐβυθίσθη εἰς τὸ χάος τῆς αἰωνιότητος, ὡς θὰ ἔγραφε ρωμαντικός τις καὶ οἰστρήλατος ποιητής (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- ※ Έτσι όταν ο Λουκίνο, ένας τόσο δραστήριος συχωριανός, ένα πραγματικό ηφαίστειο ιδεών, ένας οιστρήλατος, αποφάσισε να χαρίσει αίγλη στο κωλοχώρι τους μ' ένα ωραίο βραβείο.. (Αλεσσάντρο Πιπέρνο, Διωγμός, Εκδ. Πατάκη, 2016 [1])
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οίστρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία οιστρήλατος
|
Πηγές
επεξεργασία- οιστρήλατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας