Δείτε επίσης: οἰστρήλατος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οιστρήλατος η οιστρήλατη το οιστρήλατο
      γενική του οιστρήλατου της οιστρήλατης του οιστρήλατου
    αιτιατική τον οιστρήλατο την οιστρήλατη το οιστρήλατο
     κλητική οιστρήλατε οιστρήλατη οιστρήλατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οιστρήλατοι οι οιστρήλατες τα οιστρήλατα
      γενική των οιστρήλατων των οιστρήλατων των οιστρήλατων
    αιτιατική τους οιστρήλατους τις οιστρήλατες τα οιστρήλατα
     κλητική οιστρήλατοι οιστρήλατες οιστρήλατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οιστρήλατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰστρήλατος < οἶστρος + ἐλαύνω + -τος. Μορφολογικά αναλύεται σε οίστρ(ος) + -ήλατος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈstɾi.la.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐στρή‐λα‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

οιστρήλατος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία