estro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estro | estroj |
αιτιατική | estron | estrojn |
estro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estro | estroj |
αιτιατική | estron | estrojn |
estro (eo)