Ουσιαστικό

επεξεργασία

respiration (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (επίσημο) η αναπνοή, η πράξη του αναπνέω
    ⮡  artificial respiration - τεχνητή αναπνοή
  2. (βιολογία) η αναπνοή
    ⮡  pulmonary/tracheal/gill respiration - πνευμονική/τραχειακή/βραγχιακή αναπνοή



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

respiration (fr) θηλυκό

  • η αναπνοή
    sa respiration est devenue lourde/légère - η αναπνοή του βάρυνε/ελάφρυνε
    respiration artificielle. - τεχνητή αναπνοή

Συγγενικά

επεξεργασία