Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δύσπνοια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δύσπνοι
α
οι
δύσπνοι
ες
γενική
της
δύσπνοι
ας
των
δυσπνοι
ών
αιτιατική
τη
δύσπνοι
α
τις
δύσπνοι
ες
κλητική
δύσπνοι
α
δύσπνοι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δύσπνοια
<
δυσ-
(εκφράζει δυσκολία) +
πνοή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δύσπνοια
θηλυκό
η
δυσκολία
στην
αναπνοή
που εκφράζει την
ανάγκη
του ασθενούς για περισσότερο αέρα ή για μεγαλύτερη
ανάσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δύσπνοια
αγγλικά
:
dyspnea
(en)
γαλλικά
:
dyspnée
(fr)
,
étouffement
(fr)
ισπανικά
:
disnea
(es)
ιταλικά
:
dispnea
(it)
ουγγρικά
:
nehéz légzés
(hu)
πολωνικά
:
duszność
(pl)
ρουμανικά
:
dispnee
(ro)
σερβικά
:
отежано дисање
(sr)
σουηδικά
:
dyspné
(sv)
τσεχικά
:
obtížné dýchání
(cs)