Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

βάλτε αρσενικό

  1. κλητική ενικού του βάλτος

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βάλτε

  1. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βάζω