Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαλτότοπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βαλτότοπ
ος
οι
βαλτότοπ
οι
γενική
του
βαλτότοπ
ου
των
βαλτότοπ
ων
αιτιατική
τον
βαλτότοπ
ο
τους
βαλτότοπ
ους
κλητική
βαλτότοπ
ε
βαλτότοπ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαλτότοπος
<
βάλτ(ος)
+
-ό-
+
-τοπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαλτότοπος
αρσενικό
τόπος
με λιμνάζοντα νερά, έλη,
βάλτος
Συνώνυμα
επεξεργασία
βαλτοτόπι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαλτότοπος