Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαλτώδης η βαλτώδης το βαλτώδες
      γενική του βαλτώδους της βαλτώδους του βαλτώδους
    αιτιατική τον βαλτώδη τη βαλτώδη το βαλτώδες
     κλητική βαλτώδη(ς) βαλτώδης βαλτώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαλτώδεις οι βαλτώδεις τα βαλτώδη
      γενική των βαλτωδών των βαλτωδών των βαλτωδών
    αιτιατική τους βαλτώδεις τις βαλτώδεις τα βαλτώδη
     κλητική βαλτώδεις βαλτώδεις βαλτώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλτώδης < βάλτος + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

βαλτώδης, -ης, -ες

  • (για περιοχή) που καλύπτεται από βάλτους

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία