ενικός         πληθυντικός  
heckler hecklers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
heckler < heckle + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

heckler (en)

  • ο εγκάθετος, αυτός που φέρνει σε δύσκολη θέση ομιλητή, με διακοπές και με σκληρές ερωτήσεις, συχνά αγενείς ή που πληγώνουν
    ⮡  The voices of the hecklers did not intimidate the speaker.
    Οι φωνές των εγκαθέτων δεν πτόησαν τον ομιλητή.