ενεστώτας heckle
γ΄ ενικό ενεστώτα heckles
αόριστος heckled
παθητική μετοχή heckled
ενεργητική μετοχή heckling

heckle (en)

  • διακόπτω και παρενοχλώ ομιλητή με ενοχλητική, προσβλητική συμπεριφορά
    ⮡  They heckled him throughout his speech.
    Τον διέκοπταν καθ' όλη τη διάρκεια της ομιλίας του.