ένστολος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ένστολος, -η, -ο
- που φοράει στολή, επίσημη ομοιόμορφη ενδυμασία που φοριέται από τα μέλη μιας ομάδας κατά τις ώρες εργασίας τους
- Η οργή ξεχειλίζει –το νέο σύμβολο των διαδηλωτών δεν είναι τα δεντράκια του πάρκου Γκεζί, αλλά μια ταπεινή φρατζόλα ψωμί, σαν αυτή που κρατούσε καθ’ οδόν προς το σπίτι του το 15χρονο παιδί, όταν χτυπήθηκε στο κεφάλι από το μεταλλικό κάνιστρο δακρυγόνου που εκτόξευσε εναντίον του ο ένστολος δολοφόνος του.
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ένστολος | οι | ένστολοι |
γενική | του | ενστόλου & ένστολου |
των | ενστόλων & ένστολων |
αιτιατική | τον | ένστολο | τους | ενστόλους & ένστολους |
κλητική | ένστολε | ένστολοι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ένστολος αρσενικό
- (ειδικότερα) που υπηρετεί στο στρατό ή τα σώματα ασφαλείας
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ↑ Η λέξη πρωτοαπαντά(;) στο Λεξικόν Γαλλελληνικόν των Μ.Γ.Σχινά και Ι.Ν.Λεβαδέως, τ. Β', 1861, σελ. 186: ένστολοι δούλοι, ως απόδοση του γαλλικού gens de livrée