Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένστολος η ένστολη το ένστολο
      γενική του ένστολου της ένστολης του ένστολου
    αιτιατική τον ένστολο την ένστολη το ένστολο
     κλητική ένστολε ένστολη ένστολο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένστολοι οι ένστολες τα ένστολα
      γενική των ένστολων των ένστολων των ένστολων
    αιτιατική τους ένστολους τις ένστολες τα ένστολα
     κλητική ένστολοι ένστολες ένστολα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ένστολος < εν + στολή[1]

  Επίθετο επεξεργασία

ένστολος, -η, -ο

  • που φοράει στολή, επίσημη ομοιόμορφη ενδυμασία που φοριέται από τα μέλη μιας ομάδας κατά τις ώρες εργασίας τους
    Η οργή ξεχειλίζει –το νέο σύμβολο των διαδηλωτών δεν είναι τα δεντράκια του πάρκου Γκεζί, αλλά μια ταπεινή φρατζόλα ψωμί, σαν αυτή που κρατούσε καθ’ οδόν προς το σπίτι του το 15χρονο παιδί, όταν χτυπήθηκε στο κεφάλι από το μεταλλικό κάνιστρο δακρυγόνου που εκτόξευσε εναντίον του ο ένστολος δολοφόνος του.


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ένστολος οι ένστολοι
      γενική του ένστολου
ενστόλου
των ένστολων
ενστόλων
    αιτιατική τον ένστολο τους ένστολους
ενστόλους
     κλητική ένστολε ένστολοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ένστολος αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. Η λέξη πρωτοαπαντά(;) στο Λεξικόν Γαλλελληνικόν των Μ.Γ.Σχινά και Ι.Ν.Λεβαδέως, τ. Β', 1861, σελ. 186: ένστολοι δούλοι, ως απόδοση του γαλλικού gens de livrée

  Μεταφράσεις επεξεργασία