uniforme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
uniforme | uniformes |
uniforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
uniforme | uniformes |
uniforme (fr) αρσενικό
- η στολή
Εκφράσεις επεξεργασία
- en uniforme - ένστολος