Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
uniforme uniformes

uniforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ομοιόμορφος, ομοειδής
  2. ενιαίος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
uniforme uniformes

uniforme (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία