fiévreux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fiévreux | fiévreux |
θηλυκό | fiévreuse | fiévreuses |
fiévreux (fr)