πυρομαντεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρομαντεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυρομαντεία < πυρο- + -μαντεία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.manˈdi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐μα‐ντεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυρομαντεία θηλυκό
- προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος με τη μελέτη της έντασης της φωτιάς, της κατεύθυνσής της και άλλων χαρακτηριστικών
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πυρομάντης, πυρ και μάντης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρομαντεία
Πηγές επεξεργασία
- πυρομαντεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πυρομαντείᾱ | αἱ | πυρομαντεῖαι | ||||
γενική | τῆς | πυρομαντείᾱς | τῶν | πυρομαντειῶν | ||||
δοτική | τῇ | πυρομαντείᾳ | ταῖς | πυρομαντείαις | ||||
αιτιατική | τὴν | πυρομαντείᾱν | τὰς | πυρομαντείᾱς | ||||
κλητική ὦ! | πυρομαντείᾱ | πυρομαντεῖαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρομαντείᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πυρομαντείαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρομαντεία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πυρο- + -μαντεία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυρομαντεία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η πυρομαντεία
- άλλες μορφές: πυρομαντία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις μαντεία, πῦρ και μάντις
Πηγές επεξεργασία
- πυρομαντεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.