-μαντεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -μαντεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -μαντεία < αρχαία ελληνική μαντεία και (λόγιο δάνειο) γαλλική -mancie < υστερολατινική -mantie < ελληνιστική κοινή -μαντεία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /manˈdi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -μα‐ντεί‐α
Επίθημα
επεξεργασία-μαντεία θηλυκό
- β' συνθετικό λέξεων που παρουσιάζουν μια προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος βασιζόμενη στην έννοια του α' συνθετικού
Σύνθετα
επεξεργασία- αερομαντεία
- ανθρωπομαντεία
- αλευρομαντεία
- αξιομαντεία
- αστραγαλομαντεία
- αστρομαντεία
- βοτανομαντεία
- γαστρομαντεία
- εμπυρομαντεία
- ιχθυομαντεία
- καπνομαντεία
- καπτρομαντεία
- κηρομαντεία
- κλειδομαντεία
- κοσκινομαντεία
- λεκονομαντεία
- λιβανομαντεία
- νεκρομαντεία
- ομφαλομαντεία
- ονιμαντεία
- ονομαντεία
- ουρανομαντεία
- ουρομαντεία
- πυρομαντεία
- συκομαντεία
- τεφρομαντεία
- τυρομαντεία
- υδρομαντεία
- χαρτομαντεία
- χειρομαντεία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-μαντεία" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -μαντεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)