Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλευρομαντεία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλευρομαντεί
α
οι
αλευρομαντεί
ες
γενική
της
αλευρομαντεί
ας
των
αλευρομαντει
ών
αιτιατική
την
αλευρομαντεί
α
τις
αλευρομαντεί
ες
κλητική
αλευρομαντεί
α
αλευρομαντεί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλευρομαντεία
<
αλεύρ(ι)
+
-ο-
+
-μαντεία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλευρομαντεία
θηλυκό
προσπάθεια
πρόβλεψης
του
μέλλοντος
βασιζόμενη στην παρατήρηση του
αλευριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλευρομαντεία
γαλλικά
:
aleuromancie
(fr)