Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κηρομαντεία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κηρομαντεί
α
οι
κηρομαντεί
ες
γενική
της
κηρομαντεί
ας
των
κηρομαντει
ών
αιτιατική
την
κηρομαντεί
α
τις
κηρομαντεί
ες
κλητική
κηρομαντεί
α
κηρομαντεί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κηρομαντεία
<
κηρ(ός)
+
-ο-
+
-μαντεία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κηρομαντεία
θηλυκό
προσπάθεια
πρόβλεψης
του
μέλλοντος
βασιζόμενη στην παρατήρηση της
τήξης
του
κεριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κηρομαντεία
γαλλικά
:
céromancie
(fr)